ξεμπρόστιασμα

ξεμπρόστιασμα
το, -ατος
αποκάλυψη σφαλμάτων ή αναξιότητας κάποιου μπροστά σε άλλους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεμπρόστιασμα — και ξεμπρότισμα, το [ξεμπροστιάζω / ξεμπροστίζω] 1. αποκάλυψη τών σφαλμάτων ή τής ανικανότητας κάποιου μπροστά σε άλλους 2. επίπληξη ενός ατόμου μπροστά σε άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”